- μωαμεθανικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο Μωάμεθ ή το μωαμεθανισμό, μουσουλμανικός, ισλαμικός: Μωαμεθανικές τελετές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μωαμεθανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ ή στους μωαμεθανούς και στον μωαμεθανισμό. επίρρ... μωαμεθανικώς και ά με μωαμεθανικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωαμεθανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] … Dictionary of Greek
μωαμεθικός — μωαμεθικός, ή, όν (Μ) [Μωάμεθ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ, μωαμεθανικός … Dictionary of Greek
μουσουλμανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μουσουλμάνους, μωαμεθανικός, ισλαμικός: Μουσουλμανικό τέμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)